- επιμαίομαι
- ἐπιμαίομαι (Α)1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» — προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.)2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.)3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.)4. (για τη νύχτα) έρχομαι αργά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαίομαι «επιχειρώ, προσπαθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.